προστυχολογιά
Смотреть что такое "προστυχολογιά" в других словарях:
προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] … Dictionary of Greek